ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΛΟΥΧΟΣ:
«Δεν υπαρχει τροποσ να αντιμετωπισεισ το θανατο και ειδικα οταν προκειται για τα παιδια σου»
Ο σπουδαίος και καταξιωμένος ηθοποιός με τη τεράστια δύναμη ψυχής Βασίλης Μαλούχος μίλησε στο Athens Art Theater και στην Άννα Χατζή για τα παιδικά του χρόνια, την απόφαση του να ασχοληθεί με την υποκριτική, το θέατρο, τη συγγραφή, τον αδερφό του Γιάννη, τα πρώτα του βήματα στο χώρο του θεάτρου, τη σημερινή γενιά ηθοποιών, τον τραγικό χαμό των δύο γιών του, τον αγώνα του κατά των ναρκωτικών τον οποίο συνεχίζει και τα νέα του σχέδια.
Πως ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε πολύ βασανιστικά διότι έχασα νωρίς τον πατέρα μου, μόλις στα εφτά μου χρόνια. Έπειτα ήρθαμε από τη Δημητσάνα στην Αθήνα . Αρχικά πούλαγα τσιγάρα στην Ομόνοια μ’ έναν ταβλά, όπως και τα αδέρφια μου. Ασχοληθήκαμε με πολλές δουλειές, ενώ ταυτόχρονα πηγαίναμε στο νυχτερινό σχολείο. Όταν ήμουν δέκα και ο Γιάννης δώδεκα, αποτελέσαμε ένα τραγουδιστικό ντουέτο. Ο Γιάννης έπαιζε μαντολίνο και εγώ τραγούδαγα, τα βράδια σε ταβέρνες και ψησταριές και βγάζαμε το δισκάκι στους θαμώνες. Μας είχανε βαφτίσει μάλιστα "ΤΟ ΝΤΟΥΟ ΟΡΦΑΝΙΑ". Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια για καλομαθημένα παιδιά, γιατι ο πατέρας μας στη Δημητσάνα ήταν δικηγόρος. Μάλιστα μπορούμε να παρομοιάσουμε τη παιδική μας ζωή με τα παιδικά έργα του Κάρολου Ντίκενς.
Πως αποφασήσατε να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Με το θέατρο αποφάσησα να ασχοληθώ όπως και ο αδερφός μου ο Γιάννης ο οποίος προηγήθηκε σαν μεγαλύτερος, αρκεί να σου αναφέρω οτι πριν χάσουμε το πατέρα μας στη Δημητσάνα πέντε-έξι χρονών είχαμε μετατρέψει το υπόγειο του σπιτιού μας σε αυτοσχέδιο θέατρο και κάναμε ακόμα και παραστάσεις Καραγκιόζη. Βάζαμε κι ένα εισιτήριο για να έρθουν με μια πεντάρα τα παιδιά της γειτονιάς. Αργότερα μεγαλώνοντας στην Αθήνα, το αφεντικό μου σε ένα εμπορικό γραφείο στο οποίο δούλευα, είχε φιλενάδα μια παλιά ηθοποιό η οποία χρειαζόταν για την παράσταση της ένα μικρό παιδί. Με ρώτησε λοιπόν αν ήθελα να παίξω ,με έστειλε στη κυρία η οποία με πήρε και μάλιστα είχα επιτυχία. Θυμάμαι ακόμα όταν βρισκόμασταν στην Αθήνα και μέναμε στη θεία μου στην οδό Αχαρνών, απέναντι ήταν ένα καφενεδάκι που σύχναζε ο τότε γνωστός ηθοποιός και πρωταγωνιστής του εθνικού θεατρού και κινηματογράφου Νίκος Καζής. Εγώ ήμουν τότε δεκαπέντε χρονών. Πήγα και τον βρήκα και του είπα οτι θέλω να γίνω ηθοποιός. Εκείνος μου έδωσε να διαβάσω ένα ποίημα και εν συνεχεία να παω να του το απαγγείλω. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ενθαρρυντικό και με παρότρυνε όταν τελειώσω - το τότε γυμνάσιο(6αταξιο) - να πάω σε δραματική σχολή. Αργότερα που δούλευα σε ένα δικηγορικό γραφείο δακτυλογραφόντας τα δικόγραφα - ενώ κόντευα σε δυο χρόνια να τελειώσω το γυμνάσιο - ο αδερφός μου ο Γιάννης μπήκε στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, έδωσα και εγώ εξετάσεις και πέρασα στον ασφυκτικά περιορισμένο αριθμό των επιτυχόντων στο ωδείο Αθηνών, όπου δίδασκε ο μεγάλος σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης και ο ιστορικός θεατρολόγος, Γιάννης Σιδέρης. Ως σπουδαστής ακόμα, έπαιξα το “ΛΕΦΟΥ” ( το τρελό ) στη “ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ”, στα μπαλέτα “Σισμάνη” στο θέατρο “Κοτοπούλη”. Στο μεταξύ με κάποιους συμφοιτητές μου ανεβάζαμε κλασικά έργα και κάναμε κατα περιόδους πολλές παραστάσεις, αποκτώντας έτσι μεγάλη και πολύτιμη εμπειρία, πριν βγώ στο επάγγελμα. Δεν πρέπει να παραλείψω να πω οτι στον ελεύθερο χρόνο μου, διάβαζα πάντα και έγραφα, γιατι ήταν το πάθος μου. Επίσης στη θητεία μου στο στρατό και υπηρετώντας στη Θεσσαλονίκη, είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε πολλούς θιάσους που ερχόντουσαν απο την Αθήνα. Έτσι καταλήξαμε εγώ και ο αδερφός μου να γίνουμε επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά τότε ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Υπήρχαν μόνο δέκα θίασοι στην Αθήνα και οι ηθοποιοί οι οποίοι έπαιζαν ήταν καταξιωμένοι στο κοινό. Ακόμα και οι δεύτεροι και οι τρίτοι. Ευτηχώς υπήρχαν πολλοί θίασοι περιοδεύοντες στην επαρχία, οπότε εκεί ήταν πιο εύκολο να δουλέψεις και να κάνεις όπως λέμε και για τους νέους γιατρούς, την πρακτική σου εξάσκηση.
Με τον αδερφό σας δέσατε σαν ηθοποιοί στο ίδιο επάγγελμα;
Με το Γιάννη κάναμε έναν θίασο αφού είχαμε γίνει γνωστοί απο ταινίες. Είχαμε παίξει μαζί στη ταινία "Η Λίζα και η άλλη" με την Αλίκη, τον Κωνσταντάρα και πολλούς άλλους καταξιωμένους ηθοποιούς. Έκτοτε δεν κάναμε μαζί άλλη ταινία. Έτσι λοιπόν περιοδεύσαμε σε όλη τη Ελλάδα με επιτυχία. Μας προτείναν μάλιστα να συνεχίσουμε να παίζουμε στην Αθήνα στο θέατρο <<Ακάδημος>>, αλλά ο Γιάννης διεφώνησε και έτσι ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Δεν αποτελέσαμε ποτέ καλλιτεχνικό ντουέτο όπως π.χ. οι αδερφές Καλουτά.
Με το γράψιμο την ποίηση και με τη συγγραφή γενικότερα πότε αρχίσατε ν’ ασχολείστε;
Απο πολύ μικρός διάβαζα διάφορα βιβλία κυρίως αστυνομικά του Ζωρζ Σιμενόν και μετά ασχολήθηκα με τη μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων, ιστορικών και πάσης φύσεως εγκυκλοπαιδικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου για να μάθω πιο πολλά και χρήσιμα. Η μεγαλύτερη αδυναμία μου ήταν η φιλοσοφία. Μέχρι φιλοσοφικό λεξικό είχα προσπαθήσει να γράψω. Παράλληλα διάβαζα θεατρικά έργα-ότι αφορούσε το θέατρο και ιδιαίτερα τις βιογραφίες των μεγάλων αντρών. Δεν έπαψα ποτέ ακόμα και τώρα, να είμαι βιβλιοφάγος. Όσον αφορά το γράψιμο, πάντοτε έγραφα διάφορα κείμενα, κοινωνιολογικά, θεατρικά κ.α. Γιατί πρέπει να ξέρεις οτι το γράψιμο εκτός από το οτι προυποθέτει το ταλέντο, όπως εξάλου κάθε μορφή τέχνης, είναι και αυτοδίδακτη μόρφωση του κάθε ασχολούμενου, γιατί η συγγραφή και η ποιήση δεν διδάσκονται σε σχολές και δεν είναι μια απλή έκθεση ιδεών, με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο, ούτε απλά καθημερινά ημερολόγια και λευκώματα νεανίδων. Το γράψιμο που μιλάμε για τη λογοτεχνία είναι οτι είναι το χρώμα για το ζωγράφο. Το θέμα είναι πως το μεταχειρΙζεσαι, τί συνδυασμούς κάνεις και με τι καταπιάνεσαι.
Βλέπετε καμία διαφορά του σημερινού θεάτρου και του θεάτρου της εποχής σας, όσων αφορά τους θιάσους και τους ηθοποιούς;
Φοβάμαι πως δεν υπάρχει καμία σχέση, ούτε καν σύγκριση. Γιατι το θέατρο λόγω της τηλεόρασης η οποία είναι μια βιοτεχνική εικόνα ηλεκτρονικής έκφρασης έγινε η αφίσα του ζωγραφικού πίνακα. Όσον αφορά τη θεατρική παραγωγή, πράγμα που είχε καταφέρει εν μέρει να ξεπεράσει ο κινηματογράφος και να μείνουν κλασικά ορισμένα πλούσια θεάματά του και κάποιες ποιοτικές ταινίες που είχαν εμπνευσμένους σκηνοθέτες και ταλαντούχους ηθοποιούς. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 150 θέατρα και τα πιο πολλά πειραματίζονται, αυτοσχεδιάζουν και επαναλαμβάνουν σε διασκευή τα παλιά έργα. Όλοι οι ηθοποιοί είναι "στρατηγοί δίχως στρατό". Ο καθένας κάνει το θιασάρχη, χωρίς να έχει κάνει πρώτα τη θητεία του ως ηθοποιός.Τους δίνεται η ευκαιρία μάλιστα, να παίζουν μεγάλους, κλασικούς αλλά και μοντέρνους ρόλους, τους οποίους δεν θα τους εμπιστευότανε η εποχή μου, με τα αυστηρά κριτήρια που την κατείχε. Ανεβάζουν πολλές φορές έργα κλασικά για να καλύπτουν τη μετριότητα τους, ενώ στην ουσία τα κακοποιούν. Θα κάνω μια παράφραση απο μια σοφή φράση του συγγραφέα «'Άξελ Μούντε» που είχε πει για τους ποιητές. Εγώ θα την πω για τους σημερινούς ηθοποιούς " Μη κλαίτε τους ηθοποιούς που δεν έχουν κοινό. Να κλαίτε το κοινό που δεν έχει ηθοποιούς".
Ξαφνικά γεμίσαμε καλλιτεχνικές μεγαλοφυίες, σαν το Τσάρλι Τσάπλιν. Ο κάθε νέος ηθοποιός γράφει θέατρο, διασκευάζει θέατρο, μεταφράζει χωρίς καν να ξέρει τη γλώσσα, σκηνοθετεί, διαμορφώνει μια παράγκα που την πλασάρει για θέατρο ενώ οι ήρωες των έργων που παριστάνει υποφέρουν απο υγρασία. Παίζει και φυσικά ο ίδιος το βλέπει και είναι ικανοποιημένος απο την επιδοκιμασία άσχετων γνωστών του, που παριστάνουν τους ειδίμονες κριτικούς, ενώ σε προγράμματα της τηλεόρασης σχολιάζουν διάφορα εσώρουχα, που ρίχνουν επάνω τους, σκελετωμένες περιφερόμενες υπάρξεις που τρίζουν τα κόκκαλα τους. Φυσικά το αντιαισθητικό αυτό κατάντημα είναι αποτέλεσμα του γενικότερου εκφυλισμού και κοινωνικής παρακμής, σε όλα τα επίπεδα. Δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχουν δάσκαλοι, δεν έχουν ήθος, η ημιμάθεια τους, τους κάνει προκλητικά αυθάδεις και αγενείς. Ακόμα χρησιμοποιούν αν είναι δυνατόν, μικρόφωνα στη σκηνή σε έργα πρόζας, λες και βρίσκονται στα πλατό ή μάλλον στη κούνια και χρειάζονται μπιμπίλα. Μπερδεύουν τα περιτώμματα με το παντεσπάνι και το θεωρούν τέχνη, με πασαλείματα διαφόρων μιμήσεων. Δεν δημιουργούν, δεν πασχίζουν, δεν μελετούν, δεν βάζουν σε λειτουργία κάποια ψυχική ενέργεια που θα δώσει την αλήθεια στο ρόλο, χωρίς να τη παριστάνουν με δήθεν φυσικότητα. Δεν μπορούν να ερμηνεύσουν, χωρίς να φαίνεται ότι παίζουν. Κάθονται σαν το ζητιάνο μπροστά στην εκκλησία, με το χέρι απλωμένο και ζητιανεύουν το χειροκρότημα. Είναι ματαιόδοξοι και τους ενδιαφέρει μόνο η αναγνωρισημότητα για να τους κάνει διάσημους. Ξεχνάνε όμως οτι το σάπιο κρέας προσελκύει τις μύγες.
Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε πολύ βασανιστικά διότι έχασα νωρίς τον πατέρα μου, μόλις στα εφτά μου χρόνια. Έπειτα ήρθαμε από τη Δημητσάνα στην Αθήνα . Αρχικά πούλαγα τσιγάρα στην Ομόνοια μ’ έναν ταβλά, όπως και τα αδέρφια μου. Ασχοληθήκαμε με πολλές δουλειές, ενώ ταυτόχρονα πηγαίναμε στο νυχτερινό σχολείο. Όταν ήμουν δέκα και ο Γιάννης δώδεκα, αποτελέσαμε ένα τραγουδιστικό ντουέτο. Ο Γιάννης έπαιζε μαντολίνο και εγώ τραγούδαγα, τα βράδια σε ταβέρνες και ψησταριές και βγάζαμε το δισκάκι στους θαμώνες. Μας είχανε βαφτίσει μάλιστα "ΤΟ ΝΤΟΥΟ ΟΡΦΑΝΙΑ". Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια για καλομαθημένα παιδιά, γιατι ο πατέρας μας στη Δημητσάνα ήταν δικηγόρος. Μάλιστα μπορούμε να παρομοιάσουμε τη παιδική μας ζωή με τα παιδικά έργα του Κάρολου Ντίκενς.
Πως αποφασήσατε να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Με το θέατρο αποφάσησα να ασχοληθώ όπως και ο αδερφός μου ο Γιάννης ο οποίος προηγήθηκε σαν μεγαλύτερος, αρκεί να σου αναφέρω οτι πριν χάσουμε το πατέρα μας στη Δημητσάνα πέντε-έξι χρονών είχαμε μετατρέψει το υπόγειο του σπιτιού μας σε αυτοσχέδιο θέατρο και κάναμε ακόμα και παραστάσεις Καραγκιόζη. Βάζαμε κι ένα εισιτήριο για να έρθουν με μια πεντάρα τα παιδιά της γειτονιάς. Αργότερα μεγαλώνοντας στην Αθήνα, το αφεντικό μου σε ένα εμπορικό γραφείο στο οποίο δούλευα, είχε φιλενάδα μια παλιά ηθοποιό η οποία χρειαζόταν για την παράσταση της ένα μικρό παιδί. Με ρώτησε λοιπόν αν ήθελα να παίξω ,με έστειλε στη κυρία η οποία με πήρε και μάλιστα είχα επιτυχία. Θυμάμαι ακόμα όταν βρισκόμασταν στην Αθήνα και μέναμε στη θεία μου στην οδό Αχαρνών, απέναντι ήταν ένα καφενεδάκι που σύχναζε ο τότε γνωστός ηθοποιός και πρωταγωνιστής του εθνικού θεατρού και κινηματογράφου Νίκος Καζής. Εγώ ήμουν τότε δεκαπέντε χρονών. Πήγα και τον βρήκα και του είπα οτι θέλω να γίνω ηθοποιός. Εκείνος μου έδωσε να διαβάσω ένα ποίημα και εν συνεχεία να παω να του το απαγγείλω. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ενθαρρυντικό και με παρότρυνε όταν τελειώσω - το τότε γυμνάσιο(6αταξιο) - να πάω σε δραματική σχολή. Αργότερα που δούλευα σε ένα δικηγορικό γραφείο δακτυλογραφόντας τα δικόγραφα - ενώ κόντευα σε δυο χρόνια να τελειώσω το γυμνάσιο - ο αδερφός μου ο Γιάννης μπήκε στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, έδωσα και εγώ εξετάσεις και πέρασα στον ασφυκτικά περιορισμένο αριθμό των επιτυχόντων στο ωδείο Αθηνών, όπου δίδασκε ο μεγάλος σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης και ο ιστορικός θεατρολόγος, Γιάννης Σιδέρης. Ως σπουδαστής ακόμα, έπαιξα το “ΛΕΦΟΥ” ( το τρελό ) στη “ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ”, στα μπαλέτα “Σισμάνη” στο θέατρο “Κοτοπούλη”. Στο μεταξύ με κάποιους συμφοιτητές μου ανεβάζαμε κλασικά έργα και κάναμε κατα περιόδους πολλές παραστάσεις, αποκτώντας έτσι μεγάλη και πολύτιμη εμπειρία, πριν βγώ στο επάγγελμα. Δεν πρέπει να παραλείψω να πω οτι στον ελεύθερο χρόνο μου, διάβαζα πάντα και έγραφα, γιατι ήταν το πάθος μου. Επίσης στη θητεία μου στο στρατό και υπηρετώντας στη Θεσσαλονίκη, είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε πολλούς θιάσους που ερχόντουσαν απο την Αθήνα. Έτσι καταλήξαμε εγώ και ο αδερφός μου να γίνουμε επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά τότε ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Υπήρχαν μόνο δέκα θίασοι στην Αθήνα και οι ηθοποιοί οι οποίοι έπαιζαν ήταν καταξιωμένοι στο κοινό. Ακόμα και οι δεύτεροι και οι τρίτοι. Ευτηχώς υπήρχαν πολλοί θίασοι περιοδεύοντες στην επαρχία, οπότε εκεί ήταν πιο εύκολο να δουλέψεις και να κάνεις όπως λέμε και για τους νέους γιατρούς, την πρακτική σου εξάσκηση.
Με τον αδερφό σας δέσατε σαν ηθοποιοί στο ίδιο επάγγελμα;
Με το Γιάννη κάναμε έναν θίασο αφού είχαμε γίνει γνωστοί απο ταινίες. Είχαμε παίξει μαζί στη ταινία "Η Λίζα και η άλλη" με την Αλίκη, τον Κωνσταντάρα και πολλούς άλλους καταξιωμένους ηθοποιούς. Έκτοτε δεν κάναμε μαζί άλλη ταινία. Έτσι λοιπόν περιοδεύσαμε σε όλη τη Ελλάδα με επιτυχία. Μας προτείναν μάλιστα να συνεχίσουμε να παίζουμε στην Αθήνα στο θέατρο <<Ακάδημος>>, αλλά ο Γιάννης διεφώνησε και έτσι ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Δεν αποτελέσαμε ποτέ καλλιτεχνικό ντουέτο όπως π.χ. οι αδερφές Καλουτά.
Με το γράψιμο την ποίηση και με τη συγγραφή γενικότερα πότε αρχίσατε ν’ ασχολείστε;
Απο πολύ μικρός διάβαζα διάφορα βιβλία κυρίως αστυνομικά του Ζωρζ Σιμενόν και μετά ασχολήθηκα με τη μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων, ιστορικών και πάσης φύσεως εγκυκλοπαιδικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου για να μάθω πιο πολλά και χρήσιμα. Η μεγαλύτερη αδυναμία μου ήταν η φιλοσοφία. Μέχρι φιλοσοφικό λεξικό είχα προσπαθήσει να γράψω. Παράλληλα διάβαζα θεατρικά έργα-ότι αφορούσε το θέατρο και ιδιαίτερα τις βιογραφίες των μεγάλων αντρών. Δεν έπαψα ποτέ ακόμα και τώρα, να είμαι βιβλιοφάγος. Όσον αφορά το γράψιμο, πάντοτε έγραφα διάφορα κείμενα, κοινωνιολογικά, θεατρικά κ.α. Γιατί πρέπει να ξέρεις οτι το γράψιμο εκτός από το οτι προυποθέτει το ταλέντο, όπως εξάλου κάθε μορφή τέχνης, είναι και αυτοδίδακτη μόρφωση του κάθε ασχολούμενου, γιατί η συγγραφή και η ποιήση δεν διδάσκονται σε σχολές και δεν είναι μια απλή έκθεση ιδεών, με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο, ούτε απλά καθημερινά ημερολόγια και λευκώματα νεανίδων. Το γράψιμο που μιλάμε για τη λογοτεχνία είναι οτι είναι το χρώμα για το ζωγράφο. Το θέμα είναι πως το μεταχειρΙζεσαι, τί συνδυασμούς κάνεις και με τι καταπιάνεσαι.
Βλέπετε καμία διαφορά του σημερινού θεάτρου και του θεάτρου της εποχής σας, όσων αφορά τους θιάσους και τους ηθοποιούς;
Φοβάμαι πως δεν υπάρχει καμία σχέση, ούτε καν σύγκριση. Γιατι το θέατρο λόγω της τηλεόρασης η οποία είναι μια βιοτεχνική εικόνα ηλεκτρονικής έκφρασης έγινε η αφίσα του ζωγραφικού πίνακα. Όσον αφορά τη θεατρική παραγωγή, πράγμα που είχε καταφέρει εν μέρει να ξεπεράσει ο κινηματογράφος και να μείνουν κλασικά ορισμένα πλούσια θεάματά του και κάποιες ποιοτικές ταινίες που είχαν εμπνευσμένους σκηνοθέτες και ταλαντούχους ηθοποιούς. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 150 θέατρα και τα πιο πολλά πειραματίζονται, αυτοσχεδιάζουν και επαναλαμβάνουν σε διασκευή τα παλιά έργα. Όλοι οι ηθοποιοί είναι "στρατηγοί δίχως στρατό". Ο καθένας κάνει το θιασάρχη, χωρίς να έχει κάνει πρώτα τη θητεία του ως ηθοποιός.Τους δίνεται η ευκαιρία μάλιστα, να παίζουν μεγάλους, κλασικούς αλλά και μοντέρνους ρόλους, τους οποίους δεν θα τους εμπιστευότανε η εποχή μου, με τα αυστηρά κριτήρια που την κατείχε. Ανεβάζουν πολλές φορές έργα κλασικά για να καλύπτουν τη μετριότητα τους, ενώ στην ουσία τα κακοποιούν. Θα κάνω μια παράφραση απο μια σοφή φράση του συγγραφέα «'Άξελ Μούντε» που είχε πει για τους ποιητές. Εγώ θα την πω για τους σημερινούς ηθοποιούς " Μη κλαίτε τους ηθοποιούς που δεν έχουν κοινό. Να κλαίτε το κοινό που δεν έχει ηθοποιούς".
Ξαφνικά γεμίσαμε καλλιτεχνικές μεγαλοφυίες, σαν το Τσάρλι Τσάπλιν. Ο κάθε νέος ηθοποιός γράφει θέατρο, διασκευάζει θέατρο, μεταφράζει χωρίς καν να ξέρει τη γλώσσα, σκηνοθετεί, διαμορφώνει μια παράγκα που την πλασάρει για θέατρο ενώ οι ήρωες των έργων που παριστάνει υποφέρουν απο υγρασία. Παίζει και φυσικά ο ίδιος το βλέπει και είναι ικανοποιημένος απο την επιδοκιμασία άσχετων γνωστών του, που παριστάνουν τους ειδίμονες κριτικούς, ενώ σε προγράμματα της τηλεόρασης σχολιάζουν διάφορα εσώρουχα, που ρίχνουν επάνω τους, σκελετωμένες περιφερόμενες υπάρξεις που τρίζουν τα κόκκαλα τους. Φυσικά το αντιαισθητικό αυτό κατάντημα είναι αποτέλεσμα του γενικότερου εκφυλισμού και κοινωνικής παρακμής, σε όλα τα επίπεδα. Δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχουν δάσκαλοι, δεν έχουν ήθος, η ημιμάθεια τους, τους κάνει προκλητικά αυθάδεις και αγενείς. Ακόμα χρησιμοποιούν αν είναι δυνατόν, μικρόφωνα στη σκηνή σε έργα πρόζας, λες και βρίσκονται στα πλατό ή μάλλον στη κούνια και χρειάζονται μπιμπίλα. Μπερδεύουν τα περιτώμματα με το παντεσπάνι και το θεωρούν τέχνη, με πασαλείματα διαφόρων μιμήσεων. Δεν δημιουργούν, δεν πασχίζουν, δεν μελετούν, δεν βάζουν σε λειτουργία κάποια ψυχική ενέργεια που θα δώσει την αλήθεια στο ρόλο, χωρίς να τη παριστάνουν με δήθεν φυσικότητα. Δεν μπορούν να ερμηνεύσουν, χωρίς να φαίνεται ότι παίζουν. Κάθονται σαν το ζητιάνο μπροστά στην εκκλησία, με το χέρι απλωμένο και ζητιανεύουν το χειροκρότημα. Είναι ματαιόδοξοι και τους ενδιαφέρει μόνο η αναγνωρισημότητα για να τους κάνει διάσημους. Ξεχνάνε όμως οτι το σάπιο κρέας προσελκύει τις μύγες.
Πως αντιμετωπίσατε τον θάνατο των δύο παιδιών σας;
Καταρχάς διέφερε ο ένας θάνατος απο τον άλλον, σε χρόνο και σε τρόπο. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αντιμετωπίσεις το θάνατο και ειδικά όταν πρόκειται για τα παιδιά σου. Τα παιδιά έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν οτι κάποτε θα έρθει ο θάνατος των γονιών τους, γιατι αν δεν σύμβεί κάτι απρόοπτο, η φυσιολογική φθορά και το τέλος του ανθρώπου είναι αναπόφεκτο. Το να χάνει όμως ο γονιός οχι ένα παιδί αλλά και τα δυο του παιδιά, άσχετα αν υπάρχει διαφορά εννέα χρόνων και μάλιστα με τον έναν γιό τον Μάριο να αυτοκτονεί ύστερα απο προαναγγελία του η οποία συγκλόνισε το πανελλήνιο και τον άλλον τον Θοδωρή απο τροχαίο δυστήχημα, αφού προηγουμένως είχαμε βιώσει και οι τρείς ένα αβάσταχτο μακρύ γολγοθά, επι μια δεκαετία που ορθονότανε μπροστά μας απειλητικός και επικίνδυνος σε καθημερινό επίπεδο και ενώ είχαμε καταφέρει να βγούμε νικητές, ως ζωντανοί, ήρθε ο θάνατος απο άλλο δρόμο και με άλλο συγκλονιστικό τρόπο να ξεπαστρέψει τα δυο αυτά παιδιά μου.
Παρόμοιοι θάνατοι δεν αντιμετωπίζονται απο θνητούς σαν εμένα. Απλά κάθεσαι και περιμένεις να φανεί το απρόσωπο πρόσωπο του θανάτου, για να του ζητήσεις το λόγο και τα ρέστα για τη θανατηφόρα και άστοχη χειραψία του με τα παιδιά σου. Αλλά η αστραπή, σου θυμίζει τη βροντή που έρχεται.
Όλα αυτά συνέβησαν ενώ εγώ είχα χωρίσει. Το Μάριο τον έχασα στα εικοσιεφτά του χρόνια, ενώ απο τα δεκαπέντε του είχε παρασυρθεί απο ανεξέλεγκτες κακές συναναστροφές που τον είχαν οδηγήσει στα ναρκωτικά, απο τα οποία ύστερα απο φοβερό μαρτυρικό αγώνα σώθηκε και παρέμεινε για έξι χρόνια μέχρι που να φύγει καθαρότατος και διαυγέστατος. Σπούδασε ηθοποιός, έπαιξε στο θέατρο, έγραψε βιβλία και σκηνοθέτησε το θάνατο του καταγράφοντας σε βίντεο ένα δριμύ κατηγορώ κατά της πολιτείας και της κοινωνίας που ηθελημένα για διαφόρους κερδοσκοπικούς λόγους, ρίχνει στο λήθαργο τα παιδιά της.
Τον άλλο γιο το Θοδωρή πάλι που και αυτός είχε μπλέξει στα ναρκωτικά κατα τη διάρκεια της θητείας του στο στρατό και ίσως μαζί απο κάποιο αρνητικό μιμητισμό του αδερφού του, ενώ πασχίσαμε να γίνει καλά που κανένα πρόγραμμα δεν είχε καταφέρει, ανέσυρα τυχαίως έναν τρόπο σωτηρίας που είχαν αποκρύψει σκοπίμως παραβιάζοντας φαρμακολογικούς νόμους του ΕΟΦ, το υπουργείο υγείας και κάποιοι ιατρικοί κύκλοι για τους οποίους κατέθεσα επανειλλημένως μυνήσεις, καταγγέλοντας τη παρανομία και δημοσιοποιώντας το γεγονός με αφορμή να σωθούν και πολλά άλλα παιδιά, παρότι είχαν περάσει απο πολλά προγράμματα χωρίς αποτέλεσμα. Ο γιός μου λοιπόν επανήλθε υγιής επι μια δεκαετία εργαζόμενος κανονικά. Τελικά τον έχασα και αυτόν στα τριαντατρία του, απο τροχαίο.
Όπως είναι γνωστό και απο πολλά δημοσιεύματα του τύπου και κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές, επανηλλειμένα έχω δηλώσει οτι ποτέ δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι για τη σωτηρία των παιδιών απο τη γάγγραινα των ναρκωτικών με πολλούς και ποικίλους τρόπους και δεν θα πάψω να το κάνω όσο η εξουσία με την ανοχή της κοινωνίας συνεχίζει να στρώνει το κοινωνικό τραπέζι με τις ψυχοτρόπες ουσίες και να ταίζει τα παιδιά μας με αυτές με αποτέλεσμα, άλλα μεν να βρίσκονται σε λήθαργο και άλλα να πεθαίνουν, οπότε προς μεγάλη ευχαρίστηση των εκάστοτε κυβερνώντων μειώνουν την ανεργία και αυξάνουν τη κερδοσκοπία
Πώς καταφέρατε να το ξεπεράσετε και να ορθοποδήσετε ξανά;
Η αλήθεια είναι πως πολλοί πανεπιστημιακοί ψυχίατροι και ιερωμένοι, όπου με δουν με ρωτάνε που βρίσκω τη δύναμη και ζω. Εγώ ειλικρινά δεν έχω καμία ιδιαίτερη δύναμη. Μάλλον πρόκειται περι αδυναμίας. Ίσως να υπάρχουν ενδόμυχα κάποιες αντοχές που μου οξυγόνουν τη πίστη, για να έχω ζωντανή τη μνήμη των παιδιών μου και είναι τουλάχιστον αφελές να αναζητάμε παρόμοια δύναμη στις ανθρώπινες δυνατότητες. Πολλοί απορούν πως ζω ύστερα απο τέτοια διπλή απώλεια. Μπορεί να δείχνω ζωντανός. Στην ουσία όμως δεν υπάρχω. Είμαι κοινωνικά νεκρός. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι και όπως λέει ο Κατρτέσιος "Άμα δεν σκέφτεσαι δεν υπάρχεις".
Άμα κοιτάξουμε ψηλά στον ουρανό πιστεύω οτι θα συνειδητοποιήσουμε, γιατι είμαστε παιδιά μιας βαρύγδουπης βαρύτητας, που δεν μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε τα σκοτάδια μας και να κοιτάξουμε κάποιο φως που τα διαπερνά με τις αχτίδες του σύμφωνα με τις πράξεις μας.
Πάτε στο θέατρο να παρακολουθήσετε παραστάσεις;
Όχι, η ανιψιά μου η Ζωή με πήγε κάποιες φορές. Αλλά δεν μου αρέσουν οι σημερινές παραστάσεις. Έχουν κακοποιήσει τα έργα. Παίρνουν ιερά κείμενα και τα διασκευάζουν. Εμείς ερμηνεύαμε τα λόγια αυτούσια χωρίς να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε μία λέξη. Επιπλέον δεν υπάρχει υπόβαθρο παιδείας και ήθους. Αποφεύγω να πηγαίνω, γιατι φοβάμαι να μην χάσω και αυτά που ξέρω.
Σας έχουν κάνει προτάσεις για δουλειά μετά τα τελευταία γεγονότα;
Όχι. Από συναδέλφους που συναντάω ακόμα και σήμερα, δεν με έχει κανείς ουτε καν συλλυπηθεί, συγκριτικά με τον ανώνυμο κόσμο. Εξάλλου μετά τα συμβάντα που έχω βιώσει, έχω τελείως αναθεωρήσει τις απόψεις μου για την αδιάφορη και μάταιη ζωή που βιώνουμε, πόσο μάλλον για ένα ανύπαρκτο θέατρο που δεν με εκφράζει και καλλιτέχνες που πιθηκίζουν. Αν ήμουν σε διαφορετική διάθεση, χωρίς να με έχουν τραυματίσει οι συγκυρίες, ίσως με αυτά που βλέπω σήμερα να χασκογέλαγα...
Σας λείπουν οι στιγμές και οι συνεργασίες του θεάτρου και του κινηματογράφου;
Μου λείπει η καλλιτεχνική δομή, οι δημιουργικοί άνθρωποι, ο αυθορμητισμός και οι ειλικρινείς σχέσεις. Αλλά δε θα ήθελα να ξανά περάσω τα ίδια. Δεν έκανα αυτό που ήθελα διότι δε μπορούσα να επιβάλω σε σκηνοθέτες, που είχαν άλλα κριτήρια και προτιμήσεις, τους ρόλους που με ενδιέφεραν και ήθελα να παίξω.
Σκέφτεστε να επιστρέψετε στη σκηνοθεσία και στο σανίδι;
Προς το παρόν δε σκέφτομαι τίποτα. Αλλά έχω στα χέρια μου εδώ και αρκετό καιρό μια πολύ ενδιαφέρουσα δραματική κωμωδία, που μου την είχε εμπιστευθεί ένας μεγάλος και αξιόλογος συγγραφέας, η οποία πιστεύω αν μου δοθεί ευκαιρία να την παρουσιάσω όπως θέλω με επιλεγμένους συνεργάτες, θα τάραξει τα ήδη λιμνάζοντα οχι μόνο θεατρικά αλλά και κοινωνικά νερά, διαφορετικά αν δεν παρουσιάσω κάτι που αξίζει για μένα, δεν εχώ λόγο να επιστρέψω στο θέατρο, όπως το ξέρω εγώ και τη μέθεξη που πρέπει να αποταμιεύει το κοινο.